ατυράννιστος

ατυράννιστος
και ατυράγνιστος και ατυράννητος, -η, -ο
1. αβασάνιστος, αταλαιπώρητος
2. (μτφ. για καταστάσεις) αυτός που δεν συνοδεύεται από ταλαιπωρίες, ανώδυνος
3. (για ζώα) αυτός που δεν τον τυραννά ή δεν τον κακοποιεί ο άνθρωπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ατυράννητος — η, ο και ατυράννιστος, η, ο και ατυράγνιστος, η, ο επίρρ. α εκείνος που δεν τυραννίστηκε, δεν ταλαιπωρήθηκε: Είχε περάσει μια ζωή ατυράννιστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”